διομαλύνω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Full diacritics: διομᾰλύνω | Medium diacritics: διομαλύνω | Low diacritics: διομαλύνω | Capitals: ΔΙΟΜΑΛΥΝΩ |
Transliteration A: diomalýnō | Transliteration B: diomalynō | Transliteration C: diomalyno | Beta Code: diomalu/nw |
A distribute evenly, Plu.2.130d.
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.