δύσκαπνος
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
English (LSJ)
ον,
A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.). II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.
Spanish (DGE)
-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.