ἐγγενέτης
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ου, ὁ,
A inborn, native, δαίμονες A.R.4.1549.
German (Pape)
[Seite 700] ὁ, der Eingeborne, Ap. Rh. 4, 1549.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγενέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, ἐγχώριος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1549.
Spanish (DGE)
-ου
• Morfología: [plu. dat. ἐγγενέτῃσιν E.Andr.128]
del país, indígena δεσπόται E.l.c., δαίμονες A.R.4.1549.