ἐκκρουστικός
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.
German (Pape)
[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.