ἐκλαλητικός
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of expressing, Diocl. ap. D.L.7.49.
German (Pape)
[Seite 766] ή, όν, aussprechend, D. L. 7, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλᾰλητικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ ἐκλαλεῖν, εἰς τὸ ἐκφέρειν λόγῳ, Διογ. Λαέρτ. 7. 49.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de expresar, διάνοια Chrysipp.Stoic.2.21.