ἐνδιακοσμέω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A = διακοσμέω ἐν... Ocell.3.1.
German (Pape)
[Seite 833] darin einrichten, Ocell. Luc. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιακοσμέω: διακοσμέω ἔν τινι, Ὄκελλος ὁ Λευκαν. κ. 3 § 1.
Spanish (DGE)
ordenar, disponer dentro en v. pas. τὰ ἐνδιακεκοσμημένα de las partes del universo, Ocell.38.