ἐκπεριέρχομαι
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
= foreg., Plb.10.31.3, Onos.22.4, Plu.2.614c, Luc. Asin.18 : c. acc.,
A traverse, include in one's survey, τὰ φανερὰ πάντα Phld.Sign.19, cf.Rh.1.154S.; τὸν Πόντον Plu.Caes.58 ; πόλεις J.AJ 6.1.1. 2 surround, envelop, Hdn.3.3.8. II circumvent, J. AJ5.1.14, al.
German (Pape)
[Seite 772] (s. ἔρχομαι), dasselbe; Pol. 10, 31, 3; Luc. Asin. 18; Πόντον Plut. Caes. 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεριέρχομαι: ἀποθ. = τῷ προηγ., Πολύβ. 10. 31, 3, Λουκ. Ὄνος 18.
French (Bailly abrégé)
c. ἐκπερίειμι.
Spanish (DGE)
I intr. dar un rodeo τῶν εὐζώνων ἐκπεριελθόντων ἐκ πολλοῦ habiendo dado un vasto rodeo la infantería ligera Plb.10.31.3, οἱ ἱππεῖς ἐκπεριελθόντες καὶ κατὰ νώτου συνελάσαντες τοὺς Ἰνδούς Polyaen.4.3.22, fig., c. ac. int. ὁ μῦθος ἐκπεριελθὼν ἀπ' Αἰγύπτου μακρὰν ὁδὸν Plu.2.614b.
II tr.
1 c. ac. de lugar rodear completamente, recorrer τὸν Πόντον Plu.Caes.58, τὰς πέντε τῶν Παλαιστίνων πόλεις I.AI 6.6, cf. Luc.Asin.18, τὸν οὐρανὸν ... ἐκπεριερχομένην de la luna, Hippol.Haer.6.53.5
•fig. abarcar con el pensamiento, examinar ὅπως ἂν ἐκπεριέλθωμεν ὀρθῶς πᾶν ὃ δύναταιῥηθῆναι Phld.Rh.1.154, cf. Sign.19.14, οὐδὲν ἀθλιώτερον τοῦ πάντα κύκλῳ ἐκπεριερχομένου M.Ant.2.13, ἡμᾶς ἐξ ἀρχῆς ἑλὼν καὶ πάντα τρόπον ἐκπεριελθών Gr.Thaum.Pan.Or.7.2.
2 c. ac. de pers. cercar τοὺς πολεμίους Onas.22.4, φοβηθέντες μὴ κυκλωθεῖεν ἐκπεριελθόντων αὐτοὺς τῶν πολεμίων Hdn.3.3.8, fig. τοῦ θεοῦ δεινῶς αὐτὸν ἐκπεριελθόντος I.AI 5.44, cf. Gr.Nyss.Hex.M.44.77A.