ἐνθράσσω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A prick, τὰ ὀστέα τὰ κατεηγότα ἐ. τὸν χρῶτα Hp.Art.46 ( = ἐγκείμενον νύττει, Gal.19.98); = ὑποκινεῖν, ταράττειν, Tim.Lex. post ἕδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθράσσω: Ἀττ. -ττω, = ἐνταράσσω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 812.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω Tim.Lex.s.u. ἐνθράττειν
1 medic. pinchar, pinzar τὰ ὀστέα τὰ κατεηγότα ἐνθράσσει ... τὸν χρῶτα Hp.Art.46 (bis), cf. Hp. en Gal.19.98, Gal.18(1).551.
2 fig. turbar, agitar, excitar ἐνθράττειν· ὑποκινεῖν, ταράττειν Tim.l.c., cf. Phot.ε 172.