ἐνήλωσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ornamental nail, Callix.1.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Annageln, – die zur Zierrath eingeschlagenen Nägel, Calliz. bei Ath. V, 205 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνήλωσις: -εως, ἡ, περιεκτ. οἱ πρὸς κόσμον ἐνηλωμένοι ἧλοι, ἡ ἐνήλωσις... καὶ τὰ ῥόπτρα ἐξ ἐρυθροῦ γεγονότα χαλκοῦ τὴν χρύσωσιν ἐκ πυρός εἰλήφει Ἀθήν. 205Β.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
clavazón, tachonería, conjunto de tachones decorativos, Callix.1 (p.164.4).