reflexivo
From LSJ
Spanish > Greek
ἀναλογιστικός, ἀμετάβατος, διανοηματικός, βουλευτικός, αὐτοχείριος, αὐτοπαθής, ἀνάκλαστος, ἐννοητικός, ἐλλόγιμος
ἀναλογιστικός, ἀμετάβατος, διανοηματικός, βουλευτικός, αὐτοχείριος, αὐτοπαθής, ἀνάκλαστος, ἐννοητικός, ἐλλόγιμος