ἀνάκλαστος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλᾰστος Medium diacritics: ἀνάκλαστος Low diacritics: ανάκλαστος Capitals: ΑΝΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anáklastos Transliteration B: anaklastos Transliteration C: anaklastos Beta Code: a)na/klastos

English (LSJ)

ον, bent back, reflected: metaph., of participles derived from Nouns or Adjectives, Plu.2.1011d.

Spanish (DGE)

-ον reflexivo Plu.2.1011d (cód.), v. ἀντανάκλαστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλαστος: грам. производный (ὀνόματα, οἷον ὁ φρονῶν ἀπο τοῦ φρονίμου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλαστος: -ον, (ἀνακλάω) ὁ εἰς τὰ ὀπίσω κεκαμμένος, ὁ ἀντανακλώμενος. ΙΙ. ἐν τῇ Γραμμ., κλιτός, Πλούτ. 2. 1011D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάκλαστος, -ον) ἀνακλῶ
ο προς τα πίσω κεκαμμένος, αυτός που έχει υποστεί ανάκλαση
αρχ.
λέγεται για μετοχές που προέρχονται από ουσιαστικά ή επίθετα.