βουλευτικός
English (LSJ)
βουλευτική, βουλευτικόν,
A bouleutic, of the council or for the council, βουλευτικὸς ὅρκος = bouleutic oath, oath taken by the councillors, X.Mem.1.1.18; νόμοι ap.D.24.20; β. τιμαί CIG1716 (Delph.); ἀρχὴ βουλευτική = right to sit in the βουλή, Arist.Pol.1275b19; of the Roman Senate, τίμημα, ἐσθής, D.C.54.17, 40.46; βουλευτικά, τά, funds at the disposal of a council, POxy.1416.3 (iii A. D.).
2 able to advise or deliberate, ὁ βουλευτικός, opp. ὁ πολεμικός, Pl.R.434b, cf. 441a, Arist.EN1140a31, 1152a19; τὸ βουλευτικόν = the deliberative faculty, Id.Pol.1260a12.
II Subst., βουλευτικόν, τό, in the Athen. theatre, seats reserved for the Council, Ar.Av.794, Hsch.
2 the deliberative and judicial element in the state, Arist.Pol.1329a31; at Rome, senatorial order, Plu.Rom.13.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1propio del Consejo o de sus miembros, βουλευτικὸς ὅρκος X.Mem.1.1.18, νόμοι D.24.20, τιμαί CIG 1716 (Delfos), ἀρχὴ βουλευτική = cargo con derecho a sentarse en el Consejo Arist.Pol.1275b19, βουλευτικὸς ὑπερέτης = funcionario subalterno del Consejo, Stud.Pal.20.54.1.12 (III d.C.), β. τύχη función de consejero, PLond.1015.1 (VI d.C.).
2 del Senado romano senatorial ἀνήρ Plu.Brut.15, ἀξίωμα Plu.Crass.25, γένος D.C.55.2.3, App.BC 2.21, τίμημα D.C.54.17.3, de los de otras ciudad del imperio βουλευτικοῦ συνεδρίου del orden senatorial, IEphesos 27.17
•en colonias romanas decurial, perteneciente al consejo municipal β. κολ(ωνείας) Ἡλ(ιοπόλεως) IGLS 2935 (II d.C.), ἀνὴρ ... βουλευτικοῦ τάγματος JRCil.1.29a, 29b (ambas II d.C.), cf. RECAM 2.195.9 (II d.C.).
II capaz de deliberar, reflexivo de pers. op. πολεμικός Pl.R.434b, Arist.EN 1140a31, cf. Hsch.
•subst. τὸ βουλευτικόν la facultad de deliberar Arist.Pol.1260a12.
III subst. concr.
1 οἱ βουλευτικοί miembros del Consejo Hsch.β 926.
2 τὸ βουλευτικόν lugar reservado para los miembros del Consejo en el teatro de Atenas, Ar.Au.794, Hsch.
3 τὸ βουλευτικόν el estamento deliberativo y judicial en el estado, Arist.Pol.1329a31, op. δημοτικόν Aristid.Quint.107.1, 7.
4 en Roma el orden senatorial Plu.Rom.13, cf. D.C.46.46.4
•τὸ βουλευτικὸν συνέδριον el senado D.H.2.23.1.
5 τὰ βουλευτικά = fondos a disposición de un senado local, POxy.1416.3 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 457] 1) den Rat, die Ratsherren betreffend, ὅρκος, der Eid, den die Senatoren leisten mußten, Xen. Mem. 1, 1, 18; νόμοι Dem. 24, 20; τὸ βουλευτικόν, im Theater, der Platz für die Ratsherren an der Orchestra, Ar. Av. 794; bei D. Cass. Ratsversammlung. – 2) zum Raten geschickt, φρόνιμος erkl., Arist. Eth. Nic. 6, 5, 2; beratend, Plat. Rep. IV, 441 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 apte à délibérer ou à conseiller;
2 qui concerne une assemblée délibérante ou les membres d'une assemblée délibérante : βουλευτικός ὅρκος XÉN serment des membres du conseil ; τὸ βουλευτικόν à Rome l'ordre sénatorial, le Sénat.
Étymologie: βουλεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτικός -ή -όν βουλεύω beraadslagend, raads-:; ὁ βουλευτικὸς ὅρκος de eed van raadslid Xen. Mem. 1.1.18; ἀρχὴ βουλευτική beraadslagend ambt Aristot. Pol. 1275b19; ὥστε καὶ ὅλως ἂν εἴη φρόνιμος ὁ βουλευτικός daarom zal wie raad geeft in het algemeen ook wel verstandig zijn Aristot. EN 1140a31; subst..; τὸ βουλευτικόν het beraadslagend lichaam, de raad van overleg Aristot. Pol. 1329a31; ἐν βουλευτικῷ in de raadszetel (in het theater) Aristoph. Av. 794; in Rome senatorenstand. Plut. Rom. 13.7.
Russian (Dvoretsky)
βουλευτικός:
1 способный рассуждать, рассудительный Plat., Arst.;
2 касающийся государственного совета: ὅρκος β. Xen. присяга будевтов; νόμοι βουλευτικοί Dem. положение о государственном совете; ἀρχὴ βουλευτική Arst. право заседать в совете.
Middle Liddell
βουλεύω
I. of or for the council or the councillors, Xen., Dem.
2. able to advise or deliberate, Plat., etc.
II. as substantive, βουλευτικόν, in the Athen. theatre, the seats next the orchestra, reserved for the Council, Ar.
2. the senatorial order, Plut.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βουλευτικός, -ή, -όν) βουλευτής
όποιος ανήκει ή αρμόζει στους βουλευτές ή στη βουλή
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το βουλευτικόν
το ένα από τα δύο σώματα, με νομοθετική εξουσία, που θα αποτελούσαν την «προσωρινή κυβέρνηση» σύμφωνα με τις αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου
αρχ.
1. ο ικανός να συμβουλεύσει, να μελετήσει προσεκτικά
2. το ουδ. ως ουσ. βουλευτικόν, το
α) η ικανότητα να σκέπτεται σωστά κάποιος
β) τα καθίσματα των βουλευτών στο θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα
γ) το σώμα των βουλευτών ή των δικαστών
δ) ή τάξη των Ρωμαίων συγκλητικών.
Greek Monotonic
βουλευτικός: -ή, -όν (βουλεύω),
I. 1. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τη συνέλευση των βουλευτών, σε Ξεν., Δημ.
2. ικανός να συμβουλεύει ή να μελετά προσεκτικά ή να αποφασίζει, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ως ουσ., βουλευτικόν, τό, αναφέρεται στο Αθηναϊκό θέατρο, όπου οι θέσεις δίπλα στην ορχήστρα προορίζονταν για τους 500 βουλευτές, σε Αριστοφ.
2. τάξη, σειρά των Συγκλητικών, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς βουλευτὰς ἢ τὴν βουλήν, βουλ. ὅρκος, ὃν ἔδιδον οἱ βουλευταί, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 18· νόμοι παρὰ Δημ. 706. 13· β. τιμαὶ Συλλ. Ἐπιγρ. 1716· ἀρχὴ β., τὸ δικαίωμα τοῦ νὰ καθίσῃ τις ἐν τῇ βουλῇ, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 12. 2) ἱκανὸς νὰ συμβουλεύσῃ ἢ σκεφθῇ καὶ ἀποφασίσῃ, ὁ β., ἀντίθετ. ὁ πολεμικός, Πλάτ. Πολ. 434Β, 441Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 8, 3., 7. 10, 3· τὸ β., ἡ δύναμις τοῦ σκέπτεσθαι, κρίσις, ὁ αὐτ. Πολ. 1. 13, 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., βουλευτικόν, τό, ἐν τῷ Ἀθηναϊκῷ θεάτρῳ τὰ πλησιέστατα τῇ ὀρχήστρᾳ ἑδώλια ὡρισμένα διὰ τοὺς 500 βουλευτάς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 794. 2) ἡ τάξις τῶν συγκλητικῶν, Πλούτ. Ρωμ. 13.