satisfacción
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Spanish > Greek
ἀναπλήρωσις, δίκη, ἀποπλήρωσις, αὐτάρκης, ἐκπλήρωσις, ἀσμένεια, ἀσμενισμός, ἐκδικία
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἀναπλήρωσις, δίκη, ἀποπλήρωσις, αὐτάρκης, ἐκπλήρωσις, ἀσμένεια, ἀσμενισμός, ἐκδικία