Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
βραχυλογικός, βραχύλογος, ἀναγκαῖος, ἁθρόος, ἀφοριστικός, βραχυρρήμων, ἀπότομος