σελίς
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A cross-beam of stone in ceiling-construction, IG12.374.58, al., 42(1).103.163, al. (Epid., iv B.C.), SIG244i39 (Delph., iv B.C.). 2 junction, cross-piece left unexcavated in excavationworks, διαλείπων σελίδας δι' ὅλου τοῦ πλάτους PPetr.3p.124 (iii B.C.). 3 block or sector of seats in a theatre, BMus.Inscr.481*. 157,440 (Ephesus, i A.D.), Phryn.PS p.108 B.: pl., theatre seats, JHS22.123 (Pisidia). 4 rowing-bench, Poll.1.88, Hsch., Eust. 1041.27. II column of writing in a papyrus-roll, σελίσων κανόνισμα φιλόρθιον AP6.295 (Phan.); σελίδων σημάντορα πλευρῆς, of a lead pencil, ib 62 (Jul.); κολλήματα σε, σελίδες ρλζ PHerc.1414 (Riv.Fil.37.361); ἀρχόμενος πρώτης σελίδος Batr.1, cf. LXX Je.43 (36).23, Plb.5.33.3, AP6.227 (Crin.), 7.117 (Phil.), 594 (Jul.), al., Sammelb. 5217.10 (ii A.D.), PFlor.297.438, al. (vi A.D.): more generally, writing, page, freq. in pl., Σαπφῷαι . . σελίδες Posidipp. ap. Ath.13.596d; σελίδες Μουσῶν CIG2237 (Chios): sg., σ. Ἰλιάδος AP7.138 (Acerat.); Ὁμηρείη σ. App.Anth.3.186. 2 = πτυχίον, καταβατὸν βιβλίου, Hsch. b ἐν τοῖς βιβλίοις,= τὰ μεταξὺ τῶν παραγραφῶν, Id. s.v. σελίδες; the unwritten space between two καταβατά, Suid.