interno
From LSJ
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
Spanish > Greek
ἔμφυλος, ἐμφύλιος, εἴσω, ἐντός, ἐνδιάθετος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐγκατόεις, ἐνδάπιος, ἐντόπιος, ἔμφυτος, εἰσωτερικός