residuo
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
Spanish > Greek
ἀπόμαγμα, ἔκκλυσμα, ἀλετός, βρύτεα, ἀπομάκτης, ἀλέσματα, ἀποκάθαρμα, ἀπόρρυμα, εἰά, ἀπόμακτρον, ἕλκυσμα, ἐγκατάλειμμα, ἀχυρώδης