ἐγκατάλειμμα
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
-ατος, τό,
A remnant, residue, trace, Arist.Fr.13, cf. LXX Je.11.23, al.
2 residual trace, εἰδώλου Epicur.Ep.1p.12U.
3 kneading trough, LXX De.28.5, 17.
4 sediment: hence, silting-up, PPetr.2p.14 (iii B.C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1residuo, sedimento, sg. colect. material de aluvión, aluvión acumulado en una conducción de agua PPetr.2.4.11.2 (III a.C.)
•plu. dud. sobras, excedentes, superabundancia εὐλογημέναι αἱ ἀποθῆκαι σου καὶ τὰ ἐγκαταλείμματά σου benditos sean tus graneros y tus sobras LXX De.28.5, 17.
2 huella, rastro ἐ. οὐκ ἔσται αὐτῶν LXX Ie.11.23, cf. 2Es.9.14, Ps.36.37, 38
•fig. huella, impronta ἐ. τοῦ εἰδώλου Epicur.Ep.[2] 50
•plu. restos, huellas παλαιᾶς εἰσι φιλοσοφίας ... ἐγκαταλείμματα Arist.Fr.13.
3 legado c. dat. ὅτι ἔστιν ἐ. ἀνθρώπῳ εἰρηνικῷ 1Ep.Clem.14.5.
II defecto moral, falta καθάρισόν με ... τῶν ἐννοιῶν τῶν παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, τῶν ἐγκαταλειμμάτων Clem.Al.Ecl.62.1.
German (Pape)
[Seite 705] τό, das Überbleibsel; Epicur. bei D. L. 10, 50; LXX.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατάλειμμα: ατος τό остаток, след (τοῦ εἰδώλου Epicur. ap. Diog. L.): ἐγκαταλείμματα περισωθέντα Arst. сохранившиеся отрывки.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, κατάλοιπον, Ἀριστ. Ἀποσπ. 2., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50.
Greek Monolingual
ἐγκατάλειμμα, το (AM)
1. ό,τι έχει απομείνει, το κατάλοιπο
2. ό,τι απέμεινε από τα αχνάρια κάποιου
3. υπόλειμμα, κατακάθι, βόρβορος
4. δοχείο όπου συγκέντρωναν όσα προϊόντα περίσσευαν.