separadamente
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
Spanish > Greek
ἀπόκριτος, ἀπάτερθε, ἐκκριδόν, διαλελυμένως, διάληψις, διαστατός, διακριδόν, ἄνδιχα, διαπεφορημένως, διακεκομμένως, διακαθίζω, ἑκάς, ἀσύνθετος, ἀναμέρος, διῃρημένως, διακεχωρισμένως, διεζευγμένως, διαστατικός, διενηνεγμένως, ἀμφίς, διεσταλμένως, διαμεμερισμένως, ἀπεσχοινισμένως, διακριτικός, ἀπόλυτος