στικτός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, (στίζω)
A pricked, tattooed, βραχίονες AP7.10; γράμματα σ. LXX Le. 19.28. 2 spotted, dappled, of fallow-deer, S.Ph. 184 (lyr.), El.568; νεβρίδες E.Ba.111 (lyr.), cf. 835; ἔλαφος IG14.1293c; ὕαιναι Opp.C.3.288; βασιλεὺς . . σ. οἷον ταὧς Philostr.Im.2.31; σ. πτέρυξ, of the ἔποψ, A.Fr.304.8; στικτοῖς ὄμμασιν δεδορκότα, i.e. with eyes all over the body, E.Ph.1115.