συγκεράννυμι

From LSJ
Revision as of 00:43, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκεράννῡμι Medium diacritics: συγκεράννυμι Low diacritics: συγκεράννυμι Capitals: ΣΥΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synkeránnymi Transliteration B: synkerannymi Transliteration C: sygkerannymi Beta Code: sugkera/nnumi

English (LSJ)

or συγκερ-νύω, poet. συγκεράω Nic.Al.321:—Pass., fut.

   A συγκρᾱθήσομαι E.Ion 406: aor. 1 συνεκράθην [ᾱ], Ion. -εκρήθην Hp.Vict.1.32; also -εκεράσθην Pl.Lg.889c: pf. συγκέκρᾱμαι (v. infr.): —mix, blend with, πολλὰ [ἑνί] or εἰς ἕν, Id.Cra.424d, Ti.68d; λύπῃ τὴν ἡδονὴν σ. temper pleasure by a mixture of pain, Id.Phlb.50a; τὸ πικρὸν μέλιτι AP12.154 (Mel.).    2 mix together, commingle, πολλά Pl.Cra.424e; τὸν πέμπτον [κύαθον] AP12.168 (Posidipp.); μέλος συγκεράσας τις ἐγχέοι Anacreont.20.4; ἐξ ἀμφοτέρων σ. make a mixture of both, Pl.R.397c.    3 attemper, compose, ὁ θεὸς -κέρασε τὸ σῶμα 1 Ep.Cor.12.24.    II more freq. in Pass., to be mixed or blended with, coalesce, τινι Pl.Ti.68c; πρὸς ἄλληλα Id.R.618d.    2 to be commingled, blended, τὰ παλαιὰ συγκεκρ. ἄλγη the old commingled woes, A.Ch.744: c. dat., Call.Aet.3.1.75; παίδων ὅπως νῷν σπέρμα σ. E. l.c.; ὁμοῦ τό τε φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ πάνυ ἀκριβῶς . . ξυγκραθέν Th.6.18; τῇ τῶν ἐναντίων κράσει σ. Pl.Lg.889c; ἔκ τινων Id.Ti.37a; ἀπό τινων Id.Phd.59a; παιδεία εὐκαίρως συγκεκραμένη D.61.43; συγκέκραται αὐτῶν ἡ φύσις, of the dog and fox, X.Cyn.3.1.    3 of friendships, to be formed by close union, φιλίαι μεγάλαι συνεκρήθησαν Hdt.4.152:—Med., πρός τινα φιλίην συγκεράσασθαι form a close friendship with any one, Id.7.151, cf. D.H.6.7; so τὸ ἔχθος τὸ ἐς Λακεδαιμονίους συγκεκρημένον (cj. Reiske for συγκεκυρημένον) Hdt.9.37.    4 of persons, to be closely attached to, be close friends with, τοῖς ἡλικιώταις X.Cyr.1.4.1.    b to become closely acquainted with, become deeply involved in, συγκέκραμαι δύᾳ S.Ant.1311 (lyr.); πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι Ar.Pl.853; πενία δὲ συγκραθεῖσα δυσσεβεῖ τρόπῳ S.Fr.944; οἴκτῳ τῷδε συγκεκραμένη deeply affected by... Id.Aj.895; for Tr.662 (lyr.), v. πάγχριστος.    5 of a wife, ἀξίοις γάμοις -κερασθεῖσα IG5(2).268.32 (Mantinea, i B.C.), cf. Plu.2.768b.    III Med., mix with or for oneself, εἰς μίαν πάντα ἰδέαν Pl.Ti.35a, cf. 69d; σ. αἰσθήσεις νῷ Id.Lg.961e.