Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάγχριστος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχριστος Medium diacritics: πάγχριστος Low diacritics: πάγχριστος Capitals: ΠΑΓΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pánchristos Transliteration B: panchristos Transliteration C: pagchristos Beta Code: pa/gxristos

English (LSJ)

πάγχριστον, (χρίω) thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr.661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).

German (Pape)

[Seite 436] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint tout entier.
Étymologie: πᾶς, χριστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.

Russian (Dvoretsky)

πάγχριστος: весь умащенный или пропитанный (предполож. πέπλος Soph.).

Greek Monolingual

πάγχριστος, -ον (Α)
ο εντελώς χρισμένος, ο αλειμμένος ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χριστός (< χρίω)].

Greek Monotonic

πάγχριστος: -ον (χρίω), επιχρισμένος παντού· πάγχριστον, τό (ενν. φάρμακον), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο επικάλυψη, που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχριστος: -ον, (χρίω) ὁ ὅλως ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται ἄνευ οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― ἔλλειψις ἀδύνατος· καὶ μέχρι τοῦδε οὐδεμία ἑρμηνεία ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πάγ-χριστος, ον, χρίω
all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to mean full-anointing, Soph.