πέρδιξ
From LSJ
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
English (LSJ)
Cret. πήριξ Hsch., ῑκος S.Fr.323, Nicopho 18, ῐκος Archil. 106, Epich.84, ὁ and ἡ :—
A partridge, Ar.Av.767; οἱ ὄρτυγες καὶ οἱ π. X.Mem.2.1.4; σκοπέλων μετανάστρια π. AP7.204 (Agath.): prov., πέρδιξ ὄρουσον 'look sharp', Ar.Fr.523.
German (Pape)
[Seite 564] ικος, ὁ und ἡ, das Rebhuhn; Soph. frg. 300; Ar. Av. 297; Arist. H. A. 6, 1 u. Folgde. – [Bei Archil. 51 in Ath. 388 f ist ι kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
πέρδιξ: -ῑκος, ὁ καὶ ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρδικα», Λατ. perdix· [γεν. -ῑκος, Σοφ. Ἀποσπ. 300, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσι» 4, κ. ἀλλ., πρβλ. περδίκιον· ἀλλὰ -ῐκος, Ἀρχίλ. 95, Ἐπίχ. 63 Ahr.].
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ ou ἡ)
perdrix, oiseau.
Étymologie: DELG πέρδομαι.