σίκερα
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
τό,
A fermented liquor, strong drink, LXX Le.10.9, Is.24.9, Ev.Luc.1.15, Gal.19.693. (Cf. Hebr. šēkār.)
German (Pape)
[Seite 880] τό, ein künstlicher Wein, ein geistiges, berauschendes Getränk, wie Cider, Bier, Sorbet u. dgl., Sp. Bei Euseb. praep. evang. 6, 10 auch im gen. σίκερος.
Greek (Liddell-Scott)
σίκερα: τό, ποτὸν πνευματῶδες διὰ ζυμώσεως παρασκευαζόμενον, μεθυστικόν, Ἑβδ. (Λευιτ. Ι΄, 9, Ἡσαΐ. ΚΔ΄ , 9), Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 15· γεν. σίκερος Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 275Β· - σικεροποτέω, Καισαρ. Ζητ. 47· - σικερατίζω, Εὐσ. ἔνθ’ ἀνωτ. (ἐκ τοῦ Ἑβρ. shêkâr).
French (Bailly abrégé)
ερος (τό) :
boisson fermentée (cidre, etc.).
Étym. hébr. shèkâr.
English (Strong)
of Hebrew origin (שֵׁכָר); an intoxicant, i.e. intensely fermented liquor: strong drink.