ὀφθαλμοδουλεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A eye-service, Ep.Eph.6.6: in pl., Ep.Col.3.22.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l’œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.
English (Strong)
from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.