ἀπαύγασμα
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ατος, τό,
A radiance, effulgence, of light beaming from a luminous body, φωτὸς ἀϊδίου LXX Wi.7.26; δόξης Ep.Hebr.1.3, cf. Ph.1.337, al., Hld.5.27, Dam. ap. Simp. in Ph.775.15.
German (Pape)
[Seite 282] τό, Abglanz, Heliod. 5, 27; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαύγασμα: -ατος, τό, ἀκτινοβολία, λάμψις φωτὸς προερχομένη ἐκ φωτεινοῦ σώματος, φωτὸς ἀϊδίου, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ζ΄, 26)· δόξης, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. 1. 3· πρβλ. Φίλωνα 1. 337., 2. 356, Ἡλιόδ. 5. 27.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rayonnement, éclat d’une lumière.
Étymologie: ἀπαυγάζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
resplandor φωτὸς ἀϊδίου LXX Sap.7.26, δόξης Ep.Hebr.1.3, Gr.Nyss.Fid.63.26, οἷον ἁγίων ἀ. Ph.1.337, φωτὸς ἀ. Hld.5.27.4, τῆς γὰρ ὕλης καὶ πονηρίας εἰσὶν ἀ. Tat.Orat.15.
English (Strong)
from a compound of ἀπό and αὐγάζω; an off-flash, i.e. effulgence: brightness.