ἀνακάμπτω

Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

   A bend convexly, Arist.Mete.385b33 (Pass.); bend back, τῷ δ' οὐ πάλιν θυμὸς ἀνεκάμπτετ' B.16.82.    II make to return, Antiph.12.    2 mostly intr., bend back, return, ταύτῃ λῆγον ἀ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος Hdt.2.8; ἡ περιφορὰ ἐπ' ἀρχὴν ἀ. Arist.de An.407a30, cf. Pl.Phd.72b; πάλιν ἀ. Arist.GC337a6, Men.Sam.341, etc.    b walk up and down, Str.3.4.16, Plu.2.796d, D.L.2.139.    c in Logic, of the terms of a proposition, to be converted, Arist.APo.72b36, de An.407a28.    d ἀνακάμπτων, name of a throw of the dice, Eub.57.

German (Pape)

[Seite 191] zurück-, umbiegen, ἀνακάμψει Antiphan. bei B. A. 81, durch ὑποστρέψαι ποιήσει er Kl.; gew. intrans., Her. ὄρος 2, 8; auf der Rennbahn, um das Ziel herum biegen u. zurückfahren, dah. zurückkehren, wie intrans. gebraucht, πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον, Plat. Phaed. 72 b; Sp. πρός τινα, Matth. 2, 12; auf-u. abgehen, Diog. L. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακάμπτω: κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 6· κατὰ παθ. φων. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ ἐπανακάμψῃ, ἐπανέλθῃ, «ἀνακάμψει: ἀντὶ τοῦ ὑποστρέψαι ποιήσει» (Ἀντιαττικ. σ. 81. 10) Ἀντιφάν. ἐν «’Αδελφαῖς» 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀμετάβ., κλίνω πρὸς τὰ ὀπίσω, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακ. ἐς τὰ εἴρηται τὸ οὖρος Ἡρόδ. 2. 8· ἡ περιφορὰ ἐπ’ ἀρχὴν ἀνακ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 3, 20 καὶ ἀλλ., πρβλ. Πλάτ. Φαίδων 72Β· πάλιν ἀνακ. Ἀριστ. Π. Γενέσ. κ. Φθορ. 2. 10, 12, κτλ. β) περιπατῶ ἄνω καὶ κάτω, Διογ. Λ. 2. 127, πρβλ. Πλούτ. 2. 796D. γ) ἐν τῇ λογικῇ ἐπὶ τῶν ὅρων προτάσεώς τινος, ἀντιστρέφω, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 3, 4, περὶ Ψυχ. ἔνθ’ ἀνωτ. δ) ἀνακάμπτων ἦτο τὸ ὄνομα μιᾶς τινος τῶν κύβων πτώσεως, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2.

French (Bailly abrégé)

1 se recourber;
2 aller et venir, retourner sur ses pas.
Étymologie: ἀνά, κάμπτω.

Spanish (DGE)

I intr. en v. med.
1 ser torcido, doblado hacia arriba τῆς γλώσσης ... ἀνακαμπτομένης Hp.Acut.(Sp.) 9, ὥστε δοκεῖν ἀνακεκάμφθαι τὸν σωλῆνα Hero Dioptr.196.14, cf. Thphr.HP 3.18.5 (text. dud.)
fig. doblegarse τῷ δ' οὐ πάλιν θυμὸς ἀνεκάμπτετο B.17.82.
2 ser convexo τὸ ἀνακαμπτόμενον καὶ τὸ κατακαμπτόμενον lo convexo y lo cóncavo Arist.Mete.385b33.
II intr. en v. act.
1 en gener. c. prep. y ac. volver, torcer en sent. local ταύτῃ μὲν λῆγον ἀνακάμπτει ἐς τὰ εἴρηται τὸ ὄρος en este lugar se interrumpe la cordillera, que tuerce en la dirección que se ha dicho Hdt.2.8, ἐκ τῆς Ῥώμης ... ἀνακαμψάντων εἰς τὴν Ἀχαΐαν Plb.33.3.1, ἀνακάμψατε, ἀπὸ πύλης ἐπὶ πύλην LXX Ex.32.27, cf. Si.40.11, μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῷδην Eu.Matt.2.12
tb. abs., Men.Sam.686
sin sent. local tan claro ἀπὸ τοῦ διώγματος τῶν ἱππέων ἀνακάμπτοντες volviendo de la persecución de la caballería Plb.15.14.7, de aquí, en sent. nocional διὰ τὸ ... ἐνεῖναι τὴν τοῦ ἴσου ἀναλογίαν ... ταύτην δὲ μόνην εἰς αὑτὴν ἀνακάμπτειν por estar presente la proporción de igualdad ... y ser esta proporción la única que vuelve a sí misma Arist.Pr.915a29 (= Archyt.A 23a), μὴ ἀνακάμπτοι πάλιν ἐπὶ τὸ ἕτερον (sc. ἡ γένεσις) Pl.Phd.72b, ἐπὶ τοῦτον (τὸν τοῦ παιδὸς βίον) ἀνακάμψαι πάλιν Arist.EE 1215b23, ἐπ' ἀρχήν Arist.de An.407a30, ἐπὶ τὰ δόγματα M.Ant.4.16
fig. de buenos deseos, saludos, etc. revertir πάντα τὰ ἐμὰ ἀνακάμψαι ... εἰς τὴν ... θυγατέρα BGU 869.6 (II a.C.), de la paz ἐφ' ὑμᾶς ἀνακάμψει retornara sobre vosotros, Eu.Luc.10.6
en lóg. convertirse en διὸ ἐκεῖνα μὲν οὐκ ἀνακάμπτει εἰς ἄλληλα Arist.Metaph.994a31.
2 de pers. abs. ir y venir para dar una vuelta o paseo περιπάτου χάριν Str.3.4.16, cf. Plu.2.796d, D.L.2.139.
3 en lóg. de los términos de una proposición realizarse, operar en círculo vicioso (ἀποδείξεις) οὐκ ἀνακάμπτουσί γε πάλιν ἐπ' ἀρχήν Arist.de An.407a28.
III tr. en v. act. hacer volverse Antiph.12.
IV part. ἀνακάμπτων cierta tirada de dados, Eub.57
ἀνακάμπτουσα descendente de una escala musical, Aristid.Quint.29.11, Mart.Cap.9.958.

English (Strong)

from ἀνά and κάμπτω; to turn back: (re-)turn.