ἀπεκδύομαι
English (LSJ)
fut. -δύσομαι [ῡ]: aor. 1 -εδῡσάμην:—
A strip off oneself: metaph., put off, τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9. II strip off for oneself, despoil, τινά ib.2.15.
German (Pape)
[Seite 285] (s. δύω), sich ausziehen u. so zum Kampfe rüsten, Ios.; ablegen, z. B. Gewohnheiten, N.T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκδύομαι: μέλλ. -δύσομαι [ῡ]: ἀόρ. α΄ -εδυσάμην: ἐκβάλλω τὰ ἱμάτιά μου, ἐκδύομαι, μεταφ. ῥίπτω μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ἐπιστ. π. Κολασσ. γ΄, 9: παρ’ Ἐκλ. - ἴδε μετεκδύομαι. ΙΙ. ἀπογυμνῶ, ἀποστερῶ, Ἐπιστ. π. Κολασσ. β΄, 15. - ὁ τύπος ἀπεκδιδύσκομαι εὕρηται παρ’ Ἀθανασ. τ. 2, σ. 58Β.
Spanish (DGE)
1 desnudarse, despojarse de τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Ep.Col.3.9, σῶμα Hippol.Haer.1.24, τὰ πάθη Clem.Al.Strom.6.14.109
•ἀπεκδεδῦσθαι τὸ περιβόλαιον Gr.Nyss.Hom.in Cant.360.5, abs. ὅταν ἀπεκδύηται Aristaenet.1.3.34.
2 despojar a c. doble ac. τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ... αὐτούς Ep.Col.2.15.
English (Strong)
middle voice from ἀπό and ἐκδύω; to divest wholly oneself, or (for oneself) despoil: put off, spoil.
English (Thayer)
1st aorist ἀπεκδυσαμην;
1. wholly to put off from oneself (ἀπό denoting separation from what is put oft): τόν παλαιόν ἄνθρωπον, wholly to strip off for oneself (for one's own advantage), despoil, disarm: τινα, Winer s De verb. comp. etc. Part iv., p. 14 f (especially Lightfoot on Josephus, Antiquities 6,14, 2 ἀπεκδυς (but Bekker edition has μετεκδυς) τήν.