χρυσωρύχιον
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
German (Pape)
[Seite 1383] τό, v. l. von χρυσωρυχεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωρύχιον: -ωρυχεῖον, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 124. 4.
Greek Monolingual
τὸ, Α χρυσωρύχος
το χρυσωρυχείο.