οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Ν
1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι»)
2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κόβω].