ψυχινός
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ή, όν,
A v. ψυχεινός.
German (Pape)
[Seite 1404] = ψυχεινός, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχῐνός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. ψυχεινός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
(εσφ. γρφ.) ψυχεινός.