χρυσοΰφαντος

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source

German (Pape)

[Seite 1382] aus, mit Gold gewirkt, durchwirkt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοΰφαντος: -ον, ἐνυφασμένος μὲ χρυσόν, Δαμασκ. ΙΙΙ, 649C, Κ. Πορφυρογ. Ἔκθ Βασ. Τάξ. 24, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσοΰφαντος, -ον, ΝΜ
υφασμένος με χρυσές κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ύφαντος (< ὑφαντός < ὑφαίνω), πρβλ. κροκ-ύφαντος, καλο-ΰφαντος].