τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
η / χύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[χυλῶ / -ώνω]]
1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη
2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό.