αδάμαστος
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδάμαστος, -ον)
1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος
2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δαμάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί.