αβασάνιστος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀβασάνιστος, -ον) βασανίζω
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ, -στως με αυτή τη σημασία)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. (για τόπους) αυτός που δεν προξενεί βάσανα
αρχ.
αυτός που δεν εξετάστηκε, δεν ανακρίθηκε με βασανιστήρια.