αβασάνιστος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀβασάνιστος, -ον) βασανίζω
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος
2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ, -στως με αυτή τη σημασία)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε βασανιστήρια
2. (για τόπους) αυτός που δεν προξενεί βάσανα
αρχ.
αυτός που δεν εξετάστηκε, δεν ανακρίθηκε με βασανιστήρια.