αγγελιαφόρος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀγγελιαφόρος) (Ν και αγγελιοφόρος)
αυτός που μεταφέρει, που διαβιβάζει αγγελία
αρχ.
εισηγητής ακροάσεων του Πέρση βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελία + -φόρος < φέρω.