αγκύλωση

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγκύλωσις)
ἀγκυλώνω
1. κύρτωση, καμπύλωση
2. Ιατρ.
ανικανότητα κινήσεως μιας αρθρώσεως, που δεν συνοδεύεται από πόνους. Οφείλεται στην ανάπτυξη μέσα στην άρθρωση συνδετικού ή οστικού ιστού.