δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
η (Α ἀγκύλωσις)
ἀγκυλώνω
1. κύρτωση, καμπύλωση
2. Ιατρ.
ανικανότητα κινήσεως μιας αρθρώσεως, που δεν συνοδεύεται από πόνους. Οφείλεται στην ανάπτυξη μέσα στην άρθρωση συνδετικού ή οστικού ιστού.