αιματοκρίτης
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
ο Ιατρ.
η εκατοστιαία αναλογία του όγκου τών ερυθρών αιμοσφαιρίων (για την ακρίβεια όλων τών έμμορφων στοιχείων) στο ολικό αίμα, ανερχόμενη σε 40 έως 50% στους άντρες και σε 37 έως 45% στις γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα, -ατος + κριτής, πρβλ. αγγλ. hematocrit].