Search results

From LSJ
  • – Als subst., ὁ χαλκοῦς, eine Kupfermünze, Ar. Eccl. 815, Dem. u. Folgende, wie Pol. 5, 26, 23 u. sonst. contr. de χάλκεος. χαλκοῦς: II ὁ Arph., Dem.
    5 KB (459 words) - 14:48, 16 November 2024
  • acc. pl. de χαλκός. -ή, -ούν / χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, -έα και ιων. τ. -έη, -ον, θηλ. και -ος, και επικ. τ. χάλκειος, -είη, -ον
    2 KB (169 words) - 20:32, 13 June 2022
  • (ὁ) : Chalkous, litt. le sol aux mines de cuivre, en Attique. Étymologie: χαλκός.
    144 bytes (13 words) - 20:12, 9 August 2017
  • χάλκωμα, τό, V. χαλκός, ὁ, Ar. χαλκίον, τό. small coin: Ar. and P. χαλκοῦς, ὁ. P. and V. χαλκοῦς, Ar. and V. χαλκήλατος, V. χάλκεος, εὔχαλκος, πάγχαλκος, χαλκήρης
    730 bytes (41 words) - 19:30, 9 December 2020
  • C.), IGRom.4.1302.35 (Cyme, i B. C./i A. D.), also Boeot., cf. χαλκοῦς; Att. χαλκοῦς, χαλκῆ, χαλκοῦν (IG12.313.55, etc., but A χαλκέων δέλτων Pl.Ax.371a
    22 KB (2,402 words) - 09:36, 25 October 2024
  • Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic:
    3 KB (275 words) - 09:33, 3 March 2023
  • κόρυς, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια
    223 bytes (11 words) - 09:18, 3 March 2023
  • Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic:
    3 KB (298 words) - 09:33, 3 March 2023
  • Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic:
    3 KB (340 words) - 09:33, 3 March 2023
  • Polyaen.4.14; Λακωνικός Poll.1.149; Μακεδονικός, = καυσία, Id.10.162; πῖλος χαλκοῦς a brazen cap, i.e. helmet, Ar.Lys.562; of the apex worn by Roman flamines
    20 KB (2,161 words) - 15:31, 16 November 2024
  • and V. χαλκός, ὁ. bronzes: Ar. and P. χαλκώματα, τά (Lys.). P. and V. χαλκοῦς, V. χάλκεος, χαλκήρης, πάγχαλκος, εὔχαλκος, Ar. and P. χαλκήλατος; see brazen
    4 KB (401 words) - 16:55, 18 September 2024
  • 274, Ἀνθ. Παλατ. 6. 210· πρβλ. χαλκεῖον ΙΙ. 3. 4) νόμισμα χαλκοῦν ὡς τὸ χαλκοῦς ΙΙ, Πλούτ. 2. 665Β· περιληπτικῶς, χρήματα, χαλκοῦ σπάνις Μενάνδρ. Μονόστ
    52 KB (5,395 words) - 15:29, 16 November 2024
  • κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, ὄστρακον, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια, ὁπλή, χηλή
    284 bytes (15 words) - 08:54, 1 January 2024
  • P. and V. χαλκοῦς, Ar. and V. χαλκήλατος, V. χάλκεος, εὔχαλκος, πάγχαλκος, χαλκήρης. a brazen vessel: see copper. impudent: P. and V. ἀναιδής, ἀναίσχυντος
    765 bytes (43 words) - 13:35, 14 October 2021
  • χαλκοῦς ⇢ Look up "small coin" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
    48 bytes (19 words) - 11:56, 23 May 2020
  • πολύχαλκος, ὀρειχάλκινος, χάλκειος, χαλκήϊος, χάλκεος, χαλκοῦς
    160 bytes (6 words) - 03:35, 14 October 2019
  • picture by Polygnotus, Paus.10.29.2, Plin.HN35.137, cf. D.S.1.97. III ὄκνος χαλκοῦς, a seat used by women in Bithynia, Suid. IV = ἀστερίας ΙΙ.1, Arist.HA617a5
    16 KB (1,664 words) - 15:39, 16 November 2024
  • Dritteil; Her. 9.34, Thuc. 2.98, Plat. Phaed. 105b. – Eine Münze, sechs χαλκοῦς wert. tertia pars, third part, one third, 2.98.4.
    503 bytes (40 words) - 14:47, 16 November 2024
  • Greek: κόρυς, κρᾶ, κράνος, κυνέη, κυνῆ, περικεφαλαία, πήληξ, πῖλος, πῖλος χαλκοῦς, στεφάνη, τρυφάλεια; Hebrew: קַסְדָּה‎; Hungarian: sisak, bukósisak; Icelandic:
    6 KB (558 words) - 09:33, 3 March 2023
  • στήλης IG12.256.5; μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς σ. ἐφ' ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς And.1.38, cf. Thphr. De Lapidibus 25; σ. ξύλιναι, λέβητε ἀπὸ στηλῶν, IG12
    37 KB (3,533 words) - 14:42, 16 November 2024
View (previous 20 | ) (20 | 50 | 100 | 250 | 500)