ῥυπαρεύομαι
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
Pass., = ῥυπαίνομαι, v.l. in Apoc.22.11.
German (Pape)
[Seite 852] schmutzig sein, handeln, zw.
Russian (Dvoretsky)
ῥυπαρεύομαι: досл. становиться (еще более) грязным, перен. оскверняться (NT - v.l. к ῥυπαίνομαι).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠπᾰρεύομαι: Παθ., = ῥυπαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Ἀποκαλ. κβ΄, 11.