Έσπερος

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

ο έσπερος
ονομασία του αστέρα Αφροδίτη όταν ανατέλλει μετά τη δύση του ηλίου, ο Αποσπερίτης.