Αιαντίδης

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source

Greek Monolingual

Αἰαντίδης, ο (Α) Αἴας
1. γιος ή απόγονος του Αίαντος
2. αυτός που ανήκει στην Αιαντίδα φυλή της Αττικής.