Βοηδρόμιος
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ον, = βοηδρόμος, of Apollo, Call. Ap. 69, Paus. 9.17.2. Doric Βαδρόμιος (sc. μήν), name of month at Rhodes, SIG 644.19 (ii BC), etc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): Βαδρόμιος IC 29.18 (III a.C.), SEG 3.674.53 (Rodas II a.C.), SIG 644.19 (Seleucia de Cilicia II a.C.), IKnidos 76.3 (I/II d.C.); Βοαδρόμιος FD 2.230.6 (II a.C.); Βατρόμιος IC 38.12 (IV a.C.), TC 79A.49 (III a.C.), 88.38, 41 (II a.C.)
Boedromio
1 auxiliador epít. de Apolo en Atenas, Call.Ap.69, EM 202.50G., y en Tebas, Paus.9.17.2.
2 tb. Badromio, Batromio n. de mes equiv. a Noviembre/Diciembre en Cos IC ll.cc., Calimna TC ll.cc., y Cnido IKnidos l.c.
•a Agosto/Septiembre en Abas de Fócide FD l.c., y sin correspondencia precisa en Rodas SEG l.c., SIG l.c.
German (Pape)
[Seite 451] der Helfende, Apollo, Callim. Ap. 68; Paus. 9, 17, 2.
Greek Monolingual
Βοηδρόμιος και Βοηδρόμος, ο (Α)
1. επίκουρος, αρωγός
2. επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ].