Βορυσθενείτης
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
v. sub Βορυσθένης.
Greek Monotonic
Βορυσθενείτης: -ου, Ιων. -εΐτης, -εω, ὁ, κάτοικος των οχθών του ποταμού Βορυσθένη, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
an inhabitant of the banks of the Borysthenes, Hdt