Γαγγῖτις
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
or Γαγγῆτις λίθος, = Γαγάτης, Str.16.1.24: Γαγγῖτις νάρδος = Γαγγητικὴ νάρδος, Dsc.1.7, Damocr. ap. Gal.13.1057.
Spanish (DGE)
-ιδος
• Alolema(s): Γαγῖτις Sch.Nic.Th.37
gangétide, del Ganges
1 bot. Γ. νάρδος nardo del Ganges o índico (v. γαγγητικός) τῆς δὲ Ἰνδικῆς (sc. νάρδου) ἡ μέν τις λέγεται Γαγγῖτις ἀπό τινος ποταμοῦ ... Γάγγου Dsc.1.7, Damocr. en Gal.13.1054.
2 mineral. γ. λίθος [[la piedra del Ganges de propiedades maravillosas (prob. error por Γαγάτης λίθος q.u.)]], Str.16.1.24, Sch.Nic.l.c., Plin.HN 10.12 (cj. en ap. crít.).