Γιάννης

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

ο
1. δημοτικός τύπος του ονόματος Ιωάννης
2. άπειρος, νεοσύλλεκτος στρατιώτης
3. παροιμ. «σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση» — ό,τι υπάρχει σε μεγάλη αφθονία το περιφρονούν οι άνθρωποι.