Διογενέτωρ
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
-ορος, ὁ, giving birth to Zeus, Διογενέτορες ἔναυλοι natal cave of Zeus, E.Ba.122 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
Διογενέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ παρέχων γέννησιν εἰς τὸν Δία, Διογενέτορες ἔναυλοι, τὸ σπήλαιον ἐν ᾧ ἐγεννήθη ὁ Ζεύς, Ευρ. Βάκχ. 122.
Greek Monotonic
Διογενέτωρ: -ορος, ὁ, αυτός που γεννά το Δία, σε Ευρ.