Δωριστὶ

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek (Liddell-Scott)

Δωριστὶ: [ῐ], ἐπίρρ., κατὰ τὸν Δωρικὸν τρόπον, Δ. ζῆν Ἐπ. Πλάτ. 336C. II. ἡ Δ. ἁρμονία, ὁ Δωρικὸς τρόπος ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 22., 8. 7, 8· (ὡσαύτως, ἡ Δωρία ἁρμ. αὐτόθι 3. 3, 8)· οὕτω Δωριστὶ μόνον, Πλάτ. Πολ. 339A· ἴδε Müller Δωρ. 4. 6, καὶ πρβλ. Φρυγιστί, Λυδιστί· ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 289 μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως δῶρον.