Κέρκωψ
English (LSJ)
ωπος, ὁ, (κέρκος)
A man-monkey, name of a race of mischievous dwarfs connected by legend with Heracles, Diotim. ap. Suid.s.v. Εὐρύβατος; ἕδραι Κερκώπων, near Thermopylae, Hdt.7.216; subject of poem ascribed to Hom., Harp., Suid.
2 metaph., knave, Aeschin.2.40, LXX Pr.26.22, Gal.14.648; γόης τις ἢ Κ. λόγων Com.Adesp.1307; οἱ Κέρκωπες or Κερκώπων ἀγορά, at Athens, Knavesmarket, D.L.9.114, Eust.1430.35.
II long-tailed ape, Manil.4.668.
Russian (Dvoretsky)
Κέρκωψ: ωπος ὁ
1 Керкоп («обезьяноподобный человек»; по преданию, племя Керкопов жило в области Фермопил; Керкопы напали на спящего Геракла, который, проснувшись, схватил их, связал и понес, но в пути они так рассмешили его своими проказами, что он отпустил их на волю): Κερκώπων ἀγορά Площадь Керкопов (в Афинах) Diog. L.; Κερκώπων ἕδραι Жилище Керкопов (местность близ Фермопил) Her.;
2 плут, мошенник Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
Κέρκωψ: -ωπος, ὁ, (κέρκος)· ― οἱ Κέρκωπες ἦσαν μυθώδεις ἀνθρωποπίθηκοι ἢ ἄνθρωπο πανοῦργοι καὶ πιθήκοις ὅμοιοι, ὧν ἡ πρὸς τὸν Ἡρακλέα σχέσις παρέσχεν ὑποθέσεις κωμικῶν ποιημάτων καὶ τέχνης· ― αἱ Θερμοπύλαι καλοῦνται ἕδραι Κερκώπων παρ’ Ἡροδ. 7. 216· ἀλλὰ τὸ ποίημα Κέρκωπες, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Ὅμηρον, τοποθετεῖ αὐτοὺς ἐν Οἰχαλίᾳ· ἕτεροι δὲ ἐν Λυδίᾳ· ἴδε Müller εἰς Δωρ. 2. 12. § 10, καὶ τὰς παραπομπὰς αὐτοῦ, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 24. 2) μεταφορ., ἄνθρωπος δόλιος, πανοῦργος, ἀπατεών, κακοποιός, Αἰσχίν. 33. 24, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚϚ΄, 22)· οἱ Κέρκωπες ἢ Κερκώπων ἀγορά, ἐν Ἀθήναις ἡ ἀγορὰ τῶν πανούργων, Διογ. Λ. 9. 114, Εὐστ. 1430. 25. ΙΙ. πίθηκός τις μικρόουρος, cercops παρὰ Manil 4. 666· πρβλ. τίτυρος.
Greek Monotonic
Κέρκωψ: -ωπος, ὁ (κέρκος)·
1. οι Κέκροπες ήταν είδος μυθικών ανθρωποπιθήκων, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., άνθρωπος δόλιος, πανούργος, σε Αισχίν.
Middle Liddell
Κέρκ-ωψ, ωπος, κέρκος
1. the Cercopes were a kind of men-monkeys, Hdt.
2. metaph. a mischievous fellow, knave, Aeschin.