Κουρητικός

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
des Courètes.
Étymologie: Κουρῆτες.

Greek (Liddell-Scott)

Κουρητικός: -ή, -όν, ἐκ Πλευρῶνος (ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. 1), Στράβ. 466, Διον. Ἁλ., κτλ.· θηλ. ὡσαύτως Κουρῆτις, ιδος, Ἀπολλόδ. 1. 7, 6, κτλ. ΙΙ. ὁ Κουρητικὸς (δηλ. ποὺς) ὁ Κρητικός, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 651· ἢ ὁ γ΄ παιών, Ἡφαιστ. 161.

Russian (Dvoretsky)

Κουρητικός: куретский Diod.